Σκανδιναβία

Σκανδιναβία
(Scandinavia). Περιοχή της βόρειας Ευρώπης που αντιστοιχεί, υπό περιορισμένη έννοια, στη σκανδιναβική χερσόνησο, σε μεγάλο μέρος δηλαδή της ηπειρωτικής Νορβηγίας και Σουηδίας και με γενικότερη έννοια, στα σουηδικά νησιά (Αίλαντ, Γκότλαντ και άλλα μικρότερα), στα νορβηγικά (Βέστερωλεν, Λοφότεν και χιλιάδες άλλα μικρότερα), στη Δανία, δηλαδή στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, και στα δανικά νησιά Σγαίλαντ, Πόλαντ, Μπόρνχολμ κλπ. Μερικές φορές με τον όρο Σ. περιλαμβάνεται και η Φιλανδία, αλλά τότε είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται ο όρος Φιννοσκανδία. Περιλαμβάνοντας και τη Δανία, η Σ. εμφανίζεται περιοχή αρκετά σύνθετη, που παρουσιάζει ενότητα σε μερικές γεωμορφολογικές όψεις (καληδόνιος ορογένεση και προπάντων παγετώνες του τεταρτογενούς) και σε άλλες ανθρωπολογικού χαρακτήρα (βόρεια κυρίως φυλή, γλώσσες γερμανικής ομάδας, προτεσταντική θρησκεία, βάση της οικονομίας, τρόπος ζωής κλπ.). Κατά τον παλαιοζωικό αιώνα η δυτική λουρίδα της Σ. υπέστη την καληδόνιο συρρίκνωση, αλλά ύστερα τα βουνά περιορίστηκαν βαθμιαία σ’ ένα εκτεταμένο ημιεπίπεδο. Κατά το τριτογενές έγιναν μεγάλες τεκτονικές μετατοπίσεις και ύστερα το τοπίο καλύφτηκε σχεδόν ολόκληρο από παγετώνες, των οποίων μάρτυρες είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών και μεγάλων λιμνών (Βαίνερ, Βαίτερ, Μαίλαρ, Χιαίλμαρ, Σιλγιάν, Στόρσιαι κλπ.), η παρουσία πολυάριθμων φιορδ, τα στρογγυλωπά νησιά που βρίσκονται κατά μήκος της ακτής και η μεγάλη διάδοση των μοραινικών ιζημάτων. Το κλίμα είναι εύκρατο ψυχρό στα Ν, ψυχρό και υποπολικό στα Β, όπου οι χειμώνες είναι μακροί, δριμείς, σκοτεινοί και τα καλοκαίρια σύντομα, δροσερά και φωτεινά. Οι βροχοπτώσεις είναι άφθονες στα Δ, ελαττώνονται στα Α, στη Σουηδία, και στα Ν, στη Δανία. Οι κυριότεροι ποταμοί είναι ο Τόρνε, ο Λούλε, ο Πίτε, ο Σκελέφτε, ο Ούμε, ο Ώνγκερμαν, ο Νταλ, ο Κλαρ, που εκβάλλουν στη Βαλτική, και ο Γκλόμα, που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα (Σκαγερράκης). Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η γεωργία (δημητριακά, πατάτες, κηπευτικά), που ασκείται με σύγχρονα συστήματα, η κτηνοτροφία βοοειδών, προβατοειδών και ταράνδων, η αλιεία, η εκμετάλλευση των δασών και του υπέδαφους (σίδηρος, πυρίτες), η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και η βιομηχαία (ειδών διατροφής, μεταλλομηχανουργίας, χημικών προϊόντων, ξυλείας, όργανων ακρίβειας). Μια γραφική ορεινή λίμνη στο Ρόγκαλαντ των Σκανδιναβικών Άλπεων. Το ανάγλυφο φτάνει πολύ κοντά στην ακτή ακόμα και στο ακραίο αυτό νότιο τμήμα της χώρας, δημιουργώντας επιβλητικές αντιθέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σκανδιναβία — η χερσόνησος στη Β. Ευρώπη που περιλαμβάνει τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • σκανδιναβικός — ή, ό, Ν [Σκανδιναβός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος») 2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …   Dictionary of Greek

  • Σκανδιναβός — ο, θηλ. Σκανδιναβή, Ν ο κάτοικος τής Σκανδιναβίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σκανδιναβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scandinavian < Scandinavia, αρχαία ονομασία της περιοχής αυτής. Η λ., στην παλαιότερη γρφ. Σκανδιναυοί, μαρτυρείται από το 1854… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”